βιομετρία

βιομετρία
Επιστήμη που μελετά ποσοτικά και κυρίως στατιστικά τα βιολογικά φαινόμενα. Μολονότι η σημερινή βάση της β. προέρχεται ουσιαστικά από τις εργασίες του Φράνσις Γκάλτον και του Γκρέγκορ Μέντελ, ιδρυτές της μπορούν να θεωρηθούν ο Ιταλός Σαντόριο Σαντόρι ντα Καποντίστρια (1561-1636), που με τις μελέτες του σχετικά με τον μεταβολισμό εισήγαγε τη μέτρηση των σχετικών φαινομένων στο ξεχωριστό άτομο, και ο Άγγλος Τζον Γκραντ (1620-74), πολιτικός που άρχισε τις πρώτες έρευνες για τα αίτια του θανάτου, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τις στατιστικές μεθόδους. Ο όρος β. χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της βιομετρικής, δηλαδή της στατιστικής μελέτης της κληρονομικότητας και της εξέλιξης. Για μερικούς ερευνητές, τέλος, η β. είναι συνώνυμος όρος της ανθρωπομετρίας.
* * *
και βιομετρική, η
επιστήμη που μελετά και αναλύει με δική της μεθοδολογία και ειδικά όργανα τα μετρικά χαρακτηριστικά των έμβιων ζωικών ειδών και ιδιαίτερα του ανθρώπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βιομετρία — βιομετρία, η και βιομετρική, η ο υπολογισμός της πιθανής διάρκειας της ζωής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • στατιστική — Επιστήμη, η οποία μελετά, χρησιμοποιώντας κατάλληλες μεθόδους έρευνας, τα ομαδικά, κοινωνικά ή φυσικά φαινόμενα, με σκοπό να συναγάγει νόμους που τα διέπουν. Χρησιμοποιώντας την επαγωγή και την απαγωγή, η σ. φροντίζει δηλαδή ν’ αναζητήσει και να… …   Dictionary of Greek

  • Πιρλ, Ραϊμόνδος — (Pearl, 1879 – 1940). Αμερικανός βιολόγος, δημογράφος και στατιστικός. Σπούδασε στο κολέγιο Ντάρτμουθ και το 1902 έγινε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, όπου δίδαξε ζωολογία. Την περίοδο 1907 1918 ήταν διευθυντής του τμήματος βιολογίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”